- πάχυνση
- ηη πράξη και το αποτέλεσμα του παχαίνω, υπερτροφία, υπερσιτισμός: Πολλά ζώα προορίζονται για πάχυνση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πάχυνση — η / πάχυνσις, ΝΑ [παχύνω] αύξηση τού πάχους ή τής πυκνότητας αρχ. (για βρασμένα αβγά) σκλήρυνση, πήξη … Dictionary of Greek
αθηρωμάτωση ή αθηροματοσκλήρυνση — Πάχυνση του έσω χιτώνα του αρτηριακού τοιχώματος (λόγω εναπόθεσης λιπαρών ουσιών), που έχει ως συνέπεια τη στένωση του αυλού των αρτηριών. Οι λιποπρωτεΐνες (σωματίδια τα οποία μεταφέρουν τη χοληστερίνη, που ευθύνεται για τον σχηματισμό του… … Dictionary of Greek
ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
καπόνι — Κοινή ονομασία ψαριών της οικογένειας των τριγλιδών, της ομοταξίας των ακτινοπτερυγίων, που απαντούν σε όλες τις εύκρατες και τροπικές θάλασσες. Χαρακτηρίζονται από την παρουσία ενός στηθικού πτερυγίου, το οποίο φέρει 2 ή 3 ακτίνες μεγεθυμένες… … Dictionary of Greek
λινίτιδα — η ιατρ. 1. παλαιότερη ονομασία μιας μορφής χρόνιας γαστρίτιδας, που χαρακτηρίζεται από σημαντική πάχυνση και σκλήρυνση τού τοιχώματος τού στομάχου 2. φρ. «πλαστική λινίτιδα» είδος καρκίνου τού στομάχου με αργή εξέλιξη, κατά τον οποίο η έντονη… … Dictionary of Greek
υπερκεράτωση — η, Ν 1. ιατρ. σημαντική, μη φυσιολογική, πάχυνση τής κεράτινης στιβάδας τής επιδερμίδας, που παρατηρείται σε πολλές παθήσεις και ογκοειδείς σχηματισμούς τού δέρματος, λ.χ. ιχθύαση, κερατοδερμία κ.ά. 2. (κτην.) νόσος τών βοοειδών η οποία… … Dictionary of Greek
αντιπαχυντικός — ή, ό κατάλληλος για να προλάβει ή να καταπολεμήσει την πάχυνση του σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + παχυντικός. Η λ. μαρτυρείται στον λογοτέχνη Δημήτριο Βικέλα (1835 1905)] … Dictionary of Greek
απαλυσμός — ἁπαλυσμός, ο (Α) η πάχυνση … Dictionary of Greek
εμβρυολογία — Επιστήμη που μελετά την ανάπτυξη των οργανισμών, από τις πρώτες διαιρέσεις του ζυγωτού έως την ολοκλήρωση του σχηματισμού των οργάνων του ατόμου. Οι μέθοδοι που ακολουθεί είναι περιγραφικές (ε. των φυτών· ε. των ζώων· ε. του ανθρώπου),… … Dictionary of Greek
θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To … Dictionary of Greek